Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Κεφάλαιο Πρώτο



Βλέποντας κάτω από το λευκό σεντόνι την εικόνα της ζωής, έτοιμη να παραδοθεί
στο μαύρο σκοτάδι  της αιώνιας αποφυγής των πάντων, της αιώνιας άρνησης της εκδίκησης, της αιώνιας πάλης για την διεκδίκηση ενός καλύτερου κόσμου, πεθαίνω κι εγώ μαζί της. 


Θα ‘ναι σαν δώρο θεϊκό, να τη δω να ανοίγει τα μάτια της σαν πρώτα, 
σαν τις μέρες εκείνες που παίζαμε το παιχνίδι της σιωπής κι εκείνη έβγαινε κερδισμένη. 
Είχε πάντα την αταλάντευτη αντοχή να περιμένει μέχρι την κατάλληλη στιγμή, σαν να ‘ξέρε πότε
ακριβώς θα ‘ρθεις. 


Αν με ακούς μην με κρίνεις που δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι, ξέρεις, αλλιώς σε είχα μάθει και τώρα πονάω. 

Μου λείπει, βλέπεις, να σε ακούω να μου μιλάς για την κοινωνία που θα αλλάξει 
με εκείνη τη παιδική αθωότητα που πιστεύει στη δύναμη του κάθε αδύναμου 
στη θέληση που όταν γίνει πράξη θα πάψει να κρύβεται
πίσω από θεωρίες διατυπωμένες από ψυχές του παρελθόντος 


Και δεν είναι που δεν σε καταλαβαίνω, 
θες να φύγεις, για να πάψεις να νιώθεις τον πόνο τον οποίο σου δημιούργησε ο φόβος της αδικίας,
ο φόβος του συμβιβασμού με τα συνηθισμένα πρότυπα της εκμετάλλευσης,
ο φόβος σου για την ίδια σου την αδυναμία να προστατέψεις και αν προστατευτείς 


Μα πόσο ωραία φαντάζει η πάλη για ζωή! Εσύ μου το ‘χες πει θυμάσαι;
τα πάντα βρίσκονται σε μια κατάσταση αιώνιας κίνησης

κι εσύ, πλέων, ένα κορμί ακίνητο, δίνεις την αίσθηση πως είσαι έτοιμη
να παραδοθείς στην ανυπαρξία


Δεν Ισχύει! 

Ξέρω, φαίνεσαι μα δεν είσαι νεκρή! 

Η σκέψη σου ποτέ δεν έπαψε να συμπεριφέρεται σαν εκείνο το αλλόκοτο πλάσμα που έβλεπε όσα οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν. 

Πίστευες σε όσα είχαν πάψει να ζουν. 


Μίλα μου! Θέλω να σε ξανά ακούσω, να νιώσω κάθε κραυγή σου σαν να ‘ταν η δική μου.
 Ήσουν παιδί, σαν μια ρωγμή σε ένα συμβατικό “πλανόδιο” κόσμο. Αυτό πονάει. 
Και αυτοί σκοτώνουν ότι τους πονάει, κάθε τι το διαφορετικό που δημιουργεί μια νεοφερμένη
θέληση για μια πραγματικότητα ευτυχίας


Πως να ξεχάσω το βλέμμα σου την ώρα που σκοτώνουν την αλήθεια. 

Πως να ξεχάσω την έκφρασή σου. 

Ήμουν μόνος, μόλις είχα έρθει στη γειτονιά. Σε φοβόμουν, αλήθεια, μέχρι να σε γνωρίσω
σε φοβόμουν, κανείς δεν μου ‘χε μάθει μέχρι τότε να προσπαθώ, όπως εσύ να καταλαβαίνω,
να πλησιάζω, να αντικρίζω, ακόμη, και αυτό που δεν μου μοιάζει. 


Δεν ήσουν ίδια. Με κανέναν μας δεν έμοιαζες. Σου το ‘χα πει. 
Αλλά δεν το δεχόσουν, απόλυτα, έλεγες πως “όλοι μας ανήκουμε σε έναν κόσμο, όλοι είμαστε ίδιοι,
ίσοι και διαφορετικοί. Οι ομοιότητες μας πηγάζουν από τις μεταξύ μας αλληλεπιδράσεις και οι διάφορες μας από την αναγκαιότητα μας να επικοινωνούμε με το εγώ μας, ή τον εαυτό μας.” 


Πάντα έκρυβες πίσω από κάθε έκφρασή σου ένα “ εμείς” και ας μην ήξερες ποιοι θα ‘ναι οι υπόλοιποι μέτοχοι  στο δικό σου εμείς.
Μερικές φόρες πίστευα ότι μίλαγες για όλους, για το σύνολο χωρίς καμία εξαίρεση,
σαν να είμαστε  όλοι κομμάτια ενός παζλ ολοκλήρωσης,
δεν θα έπρεπε να λείπει τίποτα, ακόμη, και τα παράσιτα είχαν αξία.
Άλλες φόρες έβλεπα ένα πιο μικρο “ εμείς”, δεν ήταν όλοι εκεί, μονάχα όσοι μπορούσαν
να ακούσουν, να ζήσουν για έναν ανώτερο στόχο,
απόμακρα, από τα συνηθισμένα πρότυπα του κοινού μας σήμερα. 


Κάθε λεπτό που περνά ζω στις αναμνήσεις μου, 
στις πιο όμορφες στιγμές, κι αυτές ήταν όσες μου χάρισες δίχως να ζητήσεις αντάλλαγμα.
Σου αρκούσε να με βλέπεις να γελώ, όχι μόνο εμένα, μα όλους. Σου αρκούσε να με ακούς, να ακούς τις επιλογές μου. Τίποτα άλλο.

Τι να έκρυβες μέσα σου; 


Ποτέ δεν μας αποκάλυπτες, τα μυστικά σου. Υπήρχαν φορές που χανόσουν μονάχη στους δρόμους,
που κοίταζες από το παράθυρο τις σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν και μονολογούσες  ασυνάρτητα λόγια, μα πέρα για πέρα λογικά
στιγμές που κρυβόσουν σε μια γωνία σαν να ένιωθες ένοχη για μια ανύπαρκτη πράξη, κι άλλες πάλι που χοροπηδούσες χαρούμενη τραγουδώντας με τις νότες του αέρα. 

”Όλα σας τα έλεγα και τίποτα δεν σας έλεγα”, μου είχες πει κάποτε,
“όλοι μάθαμε να καταλαβαίνουμε μόνο όσα είμαστε ικανοί να δεχθούμε, 

μα ο θόρυβος, ο κοινωνικός θόρυβος, ο πολιτικός θόρυβος, ο ηθικός θόρυβος, ο ατομικός θόρυβος,  δηλ. ο θόρυβος που διαμορφώνεται από την επικράτηση του κάθε εγώ, κάνει αδύνατη τη κατανόηση του όλου, έτσι, όπως είναι. 

Εξάλλου, η ίδια η υποκειμενικότητα της ανθρώπινης φύσης εκμηδενίζει την αντικειμενική κατανόηση. 

Θεωρώντας κάθε πραγματική σύμβαση μηδενική, πάντα συγχωρούσες κάθε ανιαρή σκοπιμότητα  που πήγαζε από την ιδιοτελή μας προσπάθεια για ανάδειξη. 

Και τι ήσουν; και τι δεν ήσουν; 


Ποτέ δεν ζούσες για τον προσδιορισμό, παρά μονάχα για την κάθε σου σκέψη, εκείνη που ήταν έτοιμη να γίνει πράξη την κατάλληλη στιγμή. Μα ποια ήταν αυτή η στιγμή; 
Πότε δεν μας είπες!

Και τώρα χαμένη σε μια άβυσσο, αυτό βλέπω, είσαι έτοιμη να ξεψυχήσεις πριν καν για μια πεπερασμένη στιγμή ζήσεις. 

Γιατί; κάθε στιγμή αναρωτιέμαι. Γιατί; τα βάζω με τον εαυτό μου

Αν τότε ήμουν εκεί, ίσως, τώρα να παίζαμε και οι τρεις μας σε κόσμους γεμάτους όνειρα κυοφορώντας την ελπίδα, του κόσμου αυτού, για μια γενικευμένη, απόμακρη συνήθως, μα τόσο ωραία αλήθεια ανατροπής του κατεστημένου. 

Θυμάμαι ...

Θυμάμαι την πρώτη ήττα που γεύτηκες, μα έγι
νες πιο δυνατήέτοιμη να διεκδικήσεις ό,τι είναι έτοιμοι να σου κλέψουν πριν καν το κατακτήσεις

Ήμασταν παιδιά. Το τζάμι του δωματίου μου παραλίγο να σπάσει από τις πέτρες.
Δε σταματούσες, μέχρι να βγω έξω δε σταμάτησες.


Τότε σε είχα ρωτήσει τι έγινε;
και ξαφνικά είδα όλο σου το είναι να μετατρέπεται σε πλάσμα που περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εκραγεί. 

"Στο σπίτι της Καρίνας". Μου είχες πει, "στο σπίτι της. Θα πάρουν το σπίτι της. Οι κλητήρες ... Οι τράπεζες ... Όλοι ... 
Τρέχα! Τρέχα! Ντύσου, πάμε! Να φωνάξουμε όλα τα παιδιά. Αύριο, αύριο ... Τρέχα!
Έχω ένα σχέδιο! Δεν πρέπει μα τους αφήσουμε "


- Δεν έπρεπε να τους αφήσουμε ...  

- Σείρια; Σείρια εσύ;
πόσο χαίρομαι που ακούω τη φωνή σου, ξανά. Τα ματάκια σου ..., μικρή μου!
Παιδική μου ψυχή!


- Άσε με να συνεχίσω, τώρα πια ξύπνησα!
Άσε με να αναλάβω το ρόλο ...   για τις ήττες της ζωής μας, για τις μάχες που δώσαμε. Νόμιζες πως χάσαμε; Ψέματα!
Πήραμε μια γεύση! Εδώ είμαστε. Μα άκου με. Θα φύγω. 

Σύντομα θα σας αφήσω.
Όχι! Μην κατσουφιάζεις! Δε θα πεθάνω. 
Μόλις σηκωθώ θα ακολουθήσω την πορεία. 
Μόλις πάρω εξιτήριο

Ξέρεις; τόσο καιρό δε μιλούσα, ναι! δεν σου μιλούσα, γιατί ...
προσπαθούσα να ακούσω τη φωνή σου, να αισθανθώ με αυτή την ουσία των ανθρωπίνων λέξεων που δεν αναγνωρίζεται,
μα αν σιωπήσεις, αν ψάξεις βαθιά, θα δεις! υπάρχει! 


- Μα ... 

- Όχι! πάψε, περίμενε να ολοκληρώσω, άσε με να τελειώσω, μπορώ, δε νοιώθω αδύναμη.
 Στο λέω ξανά, θα φύγω.  Μα δεν θα σας ξεχάσω.  Όχι πια.  Ξέρεις κάτι;
Δεν σας είχα ξεχάσει, απλά, προσπαθούσα να πνίξω τις αναμνήσεις μου,  να πάψω να κυριεύομαι από εκείνο το θανατηφόρο αίσθημα.
 Ακόμη, με διεκδικεί. 


- ... Δεν θα σε αφήσω. Σιώπα, μη μιλάς!
- Σιώπα; ποτέ πια!Τόσο καιρό σώπαινα! Τι κατάφερα.Τι;
έμαθα να ‘μαι φίλαθλος της τέχνης του σώπα, να χάνω το παιχνίδι και τι;! Θα φύγω!

όσο θυμάμαι! Όσο μένω εδώ χάνομαι, άσε με να φύγω! Πρέπει να παλέψω ...

- κοίτα χαίρομαι που σε ακούω να μιλάς με πρόθεση ζωής μικρή μου!
αλλά είναι νωρίς
Θυμάσαι; τότε που πάλεψες; πάλεψες αληθινά! 


- Δεν νίκησα
 

- κανένας δεν κέρδισε με μια μόνο μάχη 
Θυμήσου!

- Το ξέρω! Εκείνη τη μέρα είχα εκνευριστεί αρκετά. 
Τόσο, που φοβόμουν να μιλήσω, θα μπορούσα να είχα ξεσπάσει σε όσους δεν έφταιγαν.
Δεν άντεχα! Δεν αντέχω την κοινωνία μας, τα πάντα νεκρώνουν. Μα όχι! Δεν είμαι μοιρολάτρης.
Ούτε τότε ήμουν! 


Είχα φτάσει σπίτι σου, η πόρτα ήταν κλειστή. 


- ναι! κι έπρεπε να αρχίσεις να πετάς σαν τρελή πέτρες στο παράθυρό μου;! Παρά λίγο να σπάσει

- τι να έκανα; έπρεπε να σου μιλήσω. 
Έπρεπε να διαμορφώσουμε την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ένα σχέδιο 

- πάντα σχέδια έκανες! Το περίμενα. Σε είχα δει να τρέμεις
θυμωμένη με δάκρυα στα μάτια να εξιστορείς τα γεγονότα


- αυτό ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου. Να βρω εσένα 

- ναι! Το άλλο ήταν "να συγκεντρώσουμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζί με τα πυρομαχικά μας
και να δράσουμε". Έτσι, έλεγες!


- κι, έτσι, έγινε!
Ακόμη, και η φοβητσιάρα η Ρίτα ήταν μαζί μας, θυσίασε την αγαπημένη της κούκλα, όταν το πρωί εκείνης της μέρας ήρθαν οι κλητήρες. 

Φώναξα, πυρ!
Και ξαφνικά είδαμε να εκτοξεύονται μπάλες, αρκουδάκια, κούκλες, χάρτινες ζωγραφιές.
ότι πιο πολύτιμο και δυνατό είχε ο καθένας . Τόσο παιδικά, τόσο αθώα μα και τόσο αληθινά.
Γιατί ξέρεις κάτι;
ό,τι κρύβει μέσα του την περισσότερη αγάπη, είναι αυτό που θα σου φανεί, ως το πιο ισχυρό όπλο! 


- οι σκηνές, έχουν αποτυπωθεί έντονα, δεν ήθελα, κι αν ήθελα δεν θα μπορούσα να ξεχάσω. Τα γεγονότα... πριν μπουν μέσα οι κλητήρες, όταν μας μάζεψες εμψυχώνοντας μας,
χαρίζοντας τη δύναμη σου σε εμάς μα κρατώντας και για σένα όση σου ήταν αναγκαία. 


Όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι της Καρίνας.
Δεν ξέρω πόση εντύπωση θα έπρεπε να τους κάναμε; 


- όντως! κι, όμως, όλα έληξαν άδοξα. Δεν καταφέραμε πολλά.

- λάθος, δώσαμε τη μάχη μας και νικήσαμε την ίδια την αδυναμία που υπήρχε μέσα μας,
απλά, σε κάθε σύγκρουση κάποιος έχει πλεονεκτική θέση.
Κι  εμείς μειονεκτούσαμε αυτό είναι η αλήθεια. Μειονεκτούσαμε! Δεν χάσαμε! Μειονεκτούσαμε! 


- μειονεκτούσαμε σε δύναμη, πλεονεκτούσαμε σε αγάπη. Όλη η προσπάθεια μας ένα ταξίδι ήταν ... να το θυμάσαι

- ένα ταξίδι ε; θες να μου πεις, πως το είδες, σαν πλοίο που βούλιαξε κι εσύ έμεινες μέσα;
θες να μου πεις, πως είχες χαθεί! για αυτό είχες κλειστεί για δυο μήνες κι ούτε που μιλούσες, σαν να ‘χες υπνωτιστεί. 


- μην φωνάζεις! στην ζωή ο καθένας μας περνάει μια δύσκολη περίοδο

- τι; τώρα ζητάς να ξεχάσεις την αδυναμία σου για να την ξανά ζήσεις;

- μα όχι! Πως σου ‘ρθε αυτό; αντιθέτως, θέλω να ξεχάσω για να προχωρήσω,
να δω το φως του ήλιου, να νιώσω τη γαλήνη της νύχτας αγκαλιά με το φεγγάρι.
Να ζήσω, γιατί ξέρεις το τραγούδι που είχαν πλάσει τα λόγια της ψυχής μας,
εκείνο τα βράδυ που σου άνοιξα, ήταν η πιο όμορφη μελωδία της ζωής μου. 

Κοιμόμουν και ξύπνησα. Δίκιο έχεις. Μου στάθηκες, σχεδόν κάθε μέρα ήσουν έξω από την πόρτα του δωματίου μου, μου χτύπαγες. Δεν σου άνοιγα, το θυμάμαι συγνώμη! γι' αυτό συγνώμη, αλήθεια σου είχα ζητήσει συγνώμη τότε
σου ζητάω και τώρα είναι πιο δυνατή. Μετά θυμάμαι ...  σε έπιασα και βγήκαμε στο τρέξιμο


- βλέπω, τα λες πιο αντρίκια, που πήγε η ποιοτικότατη σου ;

- είπα να κάνω ένα διάλειμμα 

- έτσι είναι, λοιπόν, αφού έτσι νομίζω. Ξεκινήσαμε, αρπάξαμε τις μπογιές τα πινέλα και τρέχαμε από τοίχο σε τοίχο. 

- δεν μπορούσα να το αφήσω χρειαζόμουν ένα σκοπό, να αντισταθώ σε κάθε τι που μας υποδουλώνει. Χρειαζόμουν, χρειαζόμασταν μια νέα αρχή.
Δεν καταφέραμε άμεσα πολλά, κι όμως, έμμεσα δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας.


- εκείνον τον μπάρμα που μας είδε το δεύτερο βράδυ, και με το μπαστούνι του μας κυνήγησε, δεν τον θυμάσαι;

- φυσικά και τον θυμάμαι, δε γίνεται να τον ξεχάσω! 
κι εκείνη την κυριούλα, την θυμάμαι ... κάτι για αριστερά μας έλεγε, κάτι για κομμουνισμό, κάτι για αναρχία. Κάτι από κάτι.
Εκείνη την κυριούλα και τα βιβλία της που διαβάζαμε.
Εμάς ξεκίνησε από μέσα μας, σαν μια εσωτερική δύναμη να μας τραβούσε, και σε αυτά διαβάζαμε
πως κάποιος άλλος τα ‘χε προβλέψει πριν χρονιά. Μα είναι κι όσα χτίσαμε,
κανείς ως τώρα δεν κατάφερε να καταγράψει το άπειρο, όλα τα μαθήματα, που πήραμε, 

όλα όσα είδαμε σαν αναλαμπή,
σαν πεφτάστερα έτοιμα να πραγματοποιήσουν τις ευχές των άλλων,
πραγματοποιώντας και τις δικές μας. 


Όλα σαν μια διαδρομή που ξεκίνησε για να τελειώσει. Σαν σημάδι πως κάτι νέο θα δημιουργηθεί,
μέσα από το ταξίδι, που μόνο τώρα εδώ, (στο νεκρικό κρεβάτι) στο δωμάτιο του νοσοκομείου, μπορώ να πω πως τέλειωσε 


Μα θυμάσαι; θυμάσαι; αλήθεια, πως έφτασα εδώ, τι και πως θυμάσαι τη μέρα, εκείνη, τη νύχτα;
πόσο έχει ο Μήνας; 
πόσο καιρό βρίσκομαι σε αυτή τη κατάσταση; 
πόσο καιρό βρίσκεσαι εσύ εδώ; 
σε άκουγα, αλήθεια σου λέω! Σε άκουγα, που μιλούσες νομίζοντας ότι σωπαίνω. Θύμισε μου εκείνο το βράδυ όταν γνωρίσαμε την Στάλια, έτσι την φωνάζαμε έτσι έλαμπε όταν χαμογελούσε, σαν άστρο

Στα χέρια μας ... μπογιές και πινέλα, οι επιλογές μας, τοίχος! 
Θυμάσαι; Ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό
από που ήταν, γιατί ήταν, τι συνέβαινε; στην αρχή σαστίσαμε, ύστερα κοιτάξαμε αριστερά,
δεξιά, κάνεις! Τίποτα! 


Τι ήταν; ποιος ήταν; 
Κάτι κουνήθηκε δίπλα στον κάδο, κοιτάξαμε ...  "όχι! Ναι, 
μπλόφα, άλλα και πάλι. Μια σκιά!"


"Ένα κορίτσι ...", η μικρή μας. Τότε τη γνωρίσαμε. Κάτι είχε συμβεί.
Τώρα πες μου ζει; τελικά τι έγινε, τι συνέβη μαζί της;
δεν θέλω να θυμάμαι το τελευταίο βράδυ.
Εγώ κατέληξα εδώ, εκείνη ... Το αισθάνομαι! δεν μπόρεσα να την προστατέψω κι εσύ άργησες τόσο πολύ! Γιατί τον άφησες να μας πειράξει.
Εξ αρχής με είχε προειδοποιήσει και η ίδια, "θα μας σκότωνε"

Μα εγώ ήθελα να πάω μαζί της για να την υπερασπιστώ. 

αλήθεια! Η διαδρομή μας ήταν τόσο όμορφη.
Όταν την γνωρίσαμε, δεν ξέραμε αν ήταν σωστό να την εμπιστευτούμε. Αν ήταν βαλτή από τον
 “ άγνωστο φόβο”, που κρύβαμε, μέσα μας; Κι, όμως, τελικά την εμπιστευτήκαμε.
Έγινε μέρος της ζωής μας κι εμείς της δικής της. Μας χρειαζόταν, μας νοιαζόταν κι εμείς το ίδιο.

Δεν είχε αδέλφια, ούτε πάτερα ... η μητέρα της ήταν μια αδύναμη και ξεφτιλισμένη γυναικά, ο πατριός της την εκμεταλευόταν, την χτύπαγε,  της έδινε ναρκωτικά για να σωπαίνει, 

την κακοποιούσε παίρνοντας τα λεφτά της. 
Τα ξόδευε ο ίδιος σε εξόδους μεθύσια, πουτάνες και σε άσκοπες χαρτοπαιξίες. 

Καλό κουμάσι ήταν και του λόγου του. Ένας άχρηστος επιτήδειος που τις χρησιμοποιούσε
και τις δυο για να καλοπερνά ο ίδιος. Η μάνα της από φόβο μη τις σκοτώσει, δεν έβγαλε ποτέ μιλιά. Εξάλλου δεν νοιαζόταν για την κόρη της τόσο όσο θα έπρεπε, 

τόσο όσο κάθε μάνα νοιάζεται για το παιδί της, το αίμα από το αίμα της,
το πλάσμα που έφερε η ίδια στον κόσμο

και η μικρή μας μόνο όταν κατάφερνε να λουφάρει ή να το σκάσει αλλιώς,
ένιωθε ευτυχισμένη. Ξέφευγε απ' ό,τι την πλήγωνε, απ’ ό,τι σημάδευε την καθημερινότητα
της αυτοκτονώντας την. 


Έτσι την γνωρίσαμε. Μια νύχτα.
Φέρθηκε σαν φυγάς εκείνη τη μέρα, αλλά την έπιασε η κρίση της,
το ουρλιαχτό, ο δρόμος, έπεσε κάτω, συσπάστηκε, ύστερα μαζεύτηκε, κρατούσε το γονάτο της. Αυτή ήταν η πρώτη για μένα εικόνα της.
Της απλώσαμε το χέρι για να σηκωθεί. Όταν ηρέμησε, σηκώθηκε, μας αποδέχθηκε.

Οι υπόλοιπες στιγμές μας ήταν δυναμικές, ζωηρές, γεμάτες περιπέτεια. Η πλατεία ... η λεωφόρος ... τα τραγούδια μας, τα χρώματα, οι μπογιές μας, οι αγάπες μας.
Δεν ήταν μονή πια. Ούτε εμείς ήμασταν.

Την θυμάμαι στα καλοκαιρινά μας παιχνίδια
την ημέρα με τα νεροπίστολα, το λάστιχο, τα μπαλονάκια.
Θέλαμε να δροσιστούμε . 


Αναγνωρίζω τις βόλτες  με τα ποδήλατα μας,
όταν προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε από έναν αόρατο εχθρό.Για εκείνη ο εχθρός ήταν πάντα γνωστός, πάντα τον ήξερε,  τον είχε στο σπίτι της, στοίχειωνε κάθε πλευρά αυτού του είναι
Την κακοποιούσε.
Πόσα λέγονταν; και πόσα έμεναν στη σιωπή; 

μας είχε βάλει να ορκιστούμε ό,τι δεν θα πούμε, ούτε θα κάνουμε τίποτα, απολύτως τίποτα.
Αντέδρασα, αντέδρασες! Παρ’ όλα αυτά κάναμε αυτό που μας είπε! Δεν γινόταν διαφορετικά.
Η άρνηση μας θα σηματοδοτούσε το τέλος μας, θα μας θύμωνε σε βαθμό που δεν θα τη βλέπαμε ξανά.

Θυμάμαι...  

τις νύχτες μας! Μυστικές, ανιδιοτελής και δραστήριες. Οι μπογιές και τα συνθήματα στους τοίχους ...
τα νυχτερινά μας παιχνίδια.


Όταν ερχόταν το φθινόπωρο και ο χειμώνας, τις μέρες με βροχή ή με πολύ κρύο βρίσκαμε άλλους
τρόπους για να σπάσουμε την ανία μας 
ήμασταν δεκατριών γίναμε δεκαοχτώ για να καταλάβουμε πως τα χρόνια από μόνα τους δεν φέρνουν καμιά αλλαγή 

Τρέχα, τρέχα, τρέχα της έλεγα. Μην τον αφήνεις
βοήθεια ...! χάθηκε η μικρή μας. σωστά; γι αυτό δεν μου είπες τίποτα ακόμη

Κι εγώ προσπαθώ, όλες τις μέρες αυτές, κάτω από αυτό το λευκό σεντόνι να ξεφύγω από τον θάνατο.

κατανοώ επιλέγοντας μια αρχή!
μια νέα αρχή!
Στο είπα και πριν, όταν πάρω εξιτήριο θα σας αφήσω 


- κοιτάζοντας με αυτό το βλέμμα την όψη μου, με κάνεις να φοβάμαι,
ντρέπομαι σου λέω 
ντρέπομαι που σε κοιτάω,
χωρίς, να μπορώ να δικαιολογήσω τα ... όσα δεν πρόλαβα, για να σε σώσω,
όχι, μόνο εσένα αλλά και τη Στάλια. 


Την αγαπήσαμε πολύ και οι δυο. 


Μας το είχε πει, πως ο πάτριος της, ... δεν θα την άφηνε για πολύ
πόσο λυπάμαι, πόσο θυμώνω με τον εαυτό μου!
Μα πίστευα πως δεν θα γίνει κάτι απ όλα αυτά!

- δεν θέλω στην πραγματικότητα να θυμάμαι εκείνο το βράδυ,
θυμάμαι ... 

εκείνο το βράδυ είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στις δέκα και είκοσι στο συντριβάνι
που βρισκόταν δίπλα στο κόκκινο παγκάκι. Είχε συννεφιά και το  φεγγάρι τον Κρόνο θύμιζε.
Εμείς ήμασταν από νωρίς ήδη εκεί, περιμέναμε, η ώρα περνούσε ... 
είχε πάει και μίση, μα εκείνη δεν είχε φανεί. 
Ανησυχήσαμε! Ερχόταν πάντα στην ώρα της
Ώσπου την είδαμε να τρέχει
” συγνώμη που άργησα” τα λόγια της
”τι έγινε;” της είπα “τι είναι αυτά τα αίματα;”
”τίποτα” μου απάντησε. Εκείνη την ώρα παραλίγο να τσακωθούμε ... Αλλά δεν έγινε. 

Άρχισε να ψιχαλίζει. Δεν γινόταν ... 

Αναβάλαμε την νυχτερινή μας εξόρμηση
Ο καθένας μας θα γύριζε σπίτι του, μα εγώ δεν άντεχα, ήθελα να μου πει. "Με έτρωγε το σαράκι".
Την έπεισα ... οπότε μου μίλησε, για όσα έγιναν. Πάλι την χτύπησε,

δεν την άφηνε να βγει έξω και παραλίγο να την κακοποιήσει.

Είχα εκνευριστεί τόσο, που της ζήτησα να την πάω εγώ σπίτι της για να μιλήσω επιτελούς
από κοντά με αυτό το τέρας, για να καταλάβω τι έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Αυτή αντιστάθηκε. 

Αρνήθηκε. Φοβόταν.Γι αυτό σου ζήτησα να με περιμένεις έξω, λίγο πιο μακριά. Αυτή τη φορά πέρασε το δικό μου, προχωρήσαμε περνώντας την αυλόπορτα και οι δύο, ενώ εσύ με περίμενες κάπου έξω, πιο πέρα

Ήθελα να την προστατέψω και , τελικά, δεν κατάφερα να προστατέψω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Με ακούς! Καμιά από τις δυο ... δεν γλίτωσε. 


Όταν μπήκαμε μέσα στο σπίτι της αυτός καθόταν στο τραπεζάκι που είχαν δίπλα από την πόρτα.
Είχε ήδη αδειάσει δυο μπουκάλια ουίσκι. Τα είχα δει τα μπουκάλια, ήταν άδεια. 

Μόλις μας είδε σηκώθηκε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα, φώναζε, μας φώναζε μεθυσμένα ... ούτε που μπορούσα να καταλάβω τι ...
Πριν, όταν μπαίναμε μέσα της ψιθύριζα δικαιολογίες τις οποίες θα μπορούσαμε να πούμε, προφάσεις, αλλά και σχέδια για να ξεφύγουμε σε περίπτωση που κάτι γινόταν



... Ωστόσο από την ώρα όπου έκλεισε η πόρτα οι ψίθυροι τελείωσαν. 

φώναζε ... Άρχισα να φωνάζω κι εγώ. Τον έβριζα. Ξαφνικά με έσπρωξε και με πέταξε στην γωνία, 
η μικρή προσπαθούσε να με βοηθήσει να σηκωθώ.


Δεν θέλω να θυμάμαι ...

Ήταν δίπλα μου, τα χέρια της κρατούσαν τα δικά μου, θα πολεμούσαμε αν χρειαζόταν για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας αλλά και η μια την άλλη, ήταν η μεγάλη μας υπόσχεση.

Άρχισε, να μας ξανά πλησιάζει μα τώρα κρατούσε κι ένα σκοινί στο χέρι του. Έπιασε την μικρή και την πέταξε στην άλλη γωνία, χτύπησε το χέρι της, πονούσε, την έβλεπα.

Σηκώθηκα ... ήθελα να τη βοηθήσω Δεν με άφησε να την πλησιάσω! Με χαστούκισε, με έβρισε, με πέταξε κάτω και με έδεσε
σε μια καρεκλά ... 
Δεν είχα τη δύναμη να ξεφύγω  και το μαχαίρι υπήρχε πιο πέρα δίπλα στον κάδο 
ήταν αρκετά μακριά, δεν προλάβαινα να το πιάσω ...
 

”τώρα θα δεις, καριολάκι, κοίτα της θα της κάνω της πουτάνας και μετά έχεις σειρά εσύ”
μου φώναζε πλησιάζοντας το πρόσωπο του στο δικό μου και αγγίζοντας με τα χέρια του
το κορμί μου.

Η μικρή ήταν πεσμένη κάτω, πονούσε, εγώ φοβόμουν τόσο πολύ, ούρλιαζα, έκλαιγα,
αυτή πονούσε, βουβά, το χα καταλάβει ... ούρλιαζε για βοήθεια 


Τον είδα να πέφτει πάνω της, να της ξεσκίζει τα ρούχα, να την πιάνει από το μαλλί, να την χτυπάει,  να την μετακινεί από το ένα μέρος του δωματίου στο άλλο, ικανοποιώντας τις ορέξεις του όπως αυτός ήθελε 


Δεν ήθελα να βλέπω,
εκείνες τις στιγμές ευχόμουν να είχα ξεχάσει τις αισθήσεις μου

Βοήθεια! και οι δυο εκλιπαρούσαμε για
βοήθεια!

τον άκουγα, τον έβλεπα, καθώς, την άγγιζε, κατέβασε το παντελόνι του ... την βίαζε  
μέχρι να ξεψυχήσει την βίαζε

Βοήθεια
μας σκοτώνουν. 

Κανείς δεν άκουγε, εγώ δεμένη σε μια καρεκλά και αυτή πεσμένη στο πάτωμα μέσα στα αίματα.
Δεν άντεχα ... Ούτε να βλέπω, ούτε να ακούω, ούτε να μην μπορώ να κάνω τίποτα ... 
Τα έβαζα με τον εαυτό μου που δεν μπορούσα να κάνω κάτι
όταν τελείωσε μαζί της ήταν κιόλας νεκρή.
Χάσαμε την μικρή μας νεράιδα ... Και για όλα φταίει ένας καριόλης, ένας μπάσταρδος, ένα βάρος
της κοινωνίας.
 

Ύστερα, τον είδα να με πλησιάζει. Δεν έπρεπε να του επιτρέψω να μου κάνει το ίδιο. Έκλαιγα ... Χτυπιόμουν... άσε με, πονάω!γνωρίζοντας την κατάληξη της Στάλιας, είχα κυριαρχηθεί από τρόμο,
μα και θυμό με οργή, παράλληλα

Με έλυσε, με έπιασε με δύναμη.  Δεν μπορούσα να ξεφύγω.
Το κτήνος, με πέταξε κάτω και άρχισε να με βιάζει, δεν άντεχα, προσπαθούσα να ξεφύγω ...
Λιποθύμησα. 

Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο
Τώρα ξύπνησα.

Γιατί άργησες; γιατί περίμενες πολύ; αν ερχόσουν νωρίτερα μπορεί και οι δύο να είχαμε σωθεί.

- το ξέρω, ο χρόνος, ο χαμένος χρόνος, οι καθυστερήσεις, μπορεί να κάνουν μεγάλο κακό,
Συγνώμη! Περίμενα γιατί αυτό μου είχες πει ... Φοβόμουν κι εγώ τότε, φυσούσε δυνατά και ήταν σκοτεινά δίπλα στον σβησμένο στύλο της ΔΕΗ.
Ύστερα, ο αέρας κάλυπτε τον ήχο των φωνών σας. Δεν άκουγα τίποτα.
Όταν είδα πως είχες αργήσει, πήρα την απόφαση να πλησιάσω, να δω τι γίνεται.
Τότε ξαφνικά άκουσα τις κραυγές σου.
Από το παράθυρο που φωτιζόταν είδα μια σκιά να κουνιέται απειλητικά. Πάνω κάτω ... 

Σάστισα! Έτρεξα ως το πιο κοντινό σπίτι για να ζητήσω βοήθεια. Τους είπα τι γινόταν! Αν ερχόμουν μόνος δεν θα κατάφερνα τίποτα! Εξάλλου είχα προσπαθήσει να σπάσω την πόρτα με δεν τα είχα καταφέρει
για αυτό έτρεξα για βοήθεια.
Είναι τραγικό, να  σε αγνοεί ο κόσμος 

Εσύ να ζητάς βοήθεια και αυτός να φοβάται... 
Εσύ να οργίζεσαι και αυτός να σκέφτεται "μόνο την πάρτη του"!
Πριν χτυπήσω το κουδούνι εκείνου, του σπιτιού με τους κόκκινους φράχτες, είδα δυο περαστικούς, γύριζαν από τη βόλτα τους, μάλλον, τους μιλούσα κι αυτοί προσποιούνταν πως δεν με άκουγαν, αργότερα καθώς περπατούσαν σχολίασαν, 
”παιδί είναι, πλάκα μας κάνει”

Είναι απαίσιο το να συνειδητοποιείς πως ζεις σε μια κοινωνία που ανάλογα με την ηλικία σου,
την εμφάνιση σου, τις συνθήκες που επικρατούν, τελικά, καταλήγει κάποιες φορές να θεωρεί
το ψέμα αλήθεια και την αλήθεια ψέμα.
Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, αν προσπαθούσα να τους πείσω θα έχανα περισσότερο χρόνο.
Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια από αλλού! αυτό έκανα. 

Παρ όλα αυτά αργήσαμε. Αργήσαμε πάρα πολύ.
Η μικρή μας ήταν ήδη νεκρή, κι εσύ πάλευες με τον θάνατο ντυμένη με έναν θλιβερό μανδύα "κιτρινιασμένης" όψης, βαμμένης με κόκκινο αίμα. Δεν μπορούσα να υπομένω την συμπεριφορά του, ήθελα να τον σκοτώσω. Όταν μπήκαμε μέσα, ξαφνιάστηκε. 

Είχε αρχίσει να μας βρίζει και να μας απειλεί. 
Ξέρω πως δεν θες να ακούς όσα έγιναν, μα καλύτερα να γνωρίζεις. 

Έπειτα προσπάθησε να μας επιτεθεί. Τον ακινητοποιήσαμε, φωνάξαμε την αστυνομία, τον έπιασαν, 
ήρθε το ασθενοφόρο και σας πήρε, υπήρχε ελπίδα.
Έγινε έλεγχος στο σπίτι. Πηγαίνοντας στο μπάνιο βρήκαν άλλο ένα πτώμα. 
Ήταν η μητέρα της, την είχε σκοτώσει κι αυτήν, ο μπάσταρδος, 
ήθελε σαν χάρος να τους πάρει όλους, λες κι αυτός μονάχα είχε το δικαίωμα της ζωής. 

Τόσα χρονιά, κι όλα ...  μέσα σε μια νύχτα, έσβησαν.  Εγώ φταίω, συγνώμη! Άργησα. Άργησα πάρα πολύ! 

- Ηρέμησε, δεν φταις. Δεν είχες ούτε εσύ τη δύναμη να κάνεις κάτι περισσότερο!  Χάσαμε άλλη μια μάχη, μα όχι τον πόλεμο, γιατί ήταν μια ακόμη μάχη
νιώθω αηδία, ντροπή ... το κορμί μου ... η όψη της νεκρής μου φίλης. Οι φωνές, τα ουρλιαχτά, ο πόνος, δεν θέλω να θυμάμαι, μα πρέπει ... 


Δεν θέλω να ζω με το φόβο της τρέλας, ούτε θα επιτρέψω σε κανέναν να πετύχει κάτι ανάλογο 

Μην τους αφήσεις  να ρωτήσουν ξανά για όσα συνέβησαν, δεν θα αρκεί να ειπωθούν τα πεπραγμένα. Την σιωπή μου ας έχουν για μια, ακόμη, τελευταία φορά.

Στα περασμένα, υπάρχουν στιγμές όμορφες, γεννημένες ασυμβίβαστα, και στιγμές καθυστερημένες που τις έπραξαν οι άλλοιΘυμάσαι; το ξέρω πως τα θυμάσαι όλα σε άκουγα όταν μου μιλούσες ... εσένα άκουγα  
θα σηκωθώ, κι όλα θα μείνουν πίσω 


Εσύ θα τραβήξεις τον δρόμο σου κι εγώ τον δικό μου.
Ο καθένας την δίκη του γραμμή θα χει για να ακολουθεί.

Σαν μια απλή απόφαση. Σαν μια πληγή που θέλησε να διαγράφει, ζητώντας από την κάθε πτυχή της ζωής ... να χαμογελάσει. Ποιος θα πετάξει στο μέλλον μας; ποιος θα ζήσει στο παρόν μας; 

αν οι δρόμοι μας ξανά συναντηθούν, δεν ξέρω, 
δεν ξέρεις, ούτε εσύ τι πρόκειται να συμβεί, κανείς δεν ξέρει 

- γιατί θες να αφήσεις το χθες; καταλαβαίνω θες να φύγεις για να αντιμετωπίσεις εκείνο 
που μέσα σου σε καταρρακώνει 
μα ... μα γιατί; 

Η φυγή δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή. Παίζεις με τα συναισθήματα όσων σε αγάπησαν.
Με αυτόν τον τρόπο, αλήθεια είναι ... αλήθεια όσων σου στάθηκαν.
Σίγουρα θα ουρλιάξεις, βαθιά μέσα σου πως γίνομαι εγωιστής, με αυτή μου τη συμπεριφορά  

Ξέρεις δεν είμαι ... Σε ξέρω, μπορεί να σε ξέρω όσο δεν σε ξέρει κανείς άλλος, μπορεί να μην είσαι μόνο εσύ ένα, ούτε εγώ να είμαι μόνο εκείνο που ξέρεις, μα στάσου! Γιατί επιλέγεις την φυγή; 

- κάποιες φορές ίσως αυτή να είναι η μόνη επιλογή

θυμήσου εκείνη τη μέρα που επιλέξαμε τελικά τη φυγή σαν διαφυγή μιας στιγμής.

Εκείνο το βράδυ στο τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο.

Ο δρόμος ήταν γεμάτος εμπόδια μα εμείς τα ξεπεράσαμε, παιδιά ήμασταν
κι όμως ζήσαμε σαν κορμιά μεγάλων το ταξίδι που πότε δεν είδαν ... ούτε
το κομβικό σημείο της ελάχιστης κατακραυγής ένιωσαν. Τα γέλια τους ήταν τόσο δυνατά ... έσπασαν τη σιωπή μας και την έκαναν "περιπετειώδες δώρο" για να σβήνουν κάθε χαρισμένη στιγμή, κερδίζοντας την, κάνοντας την δική μας, γιατί έτσι ήταν πάντα δική μας.
Σαν μορφασμός που κυριεύει την όψη μας.

Τότε το λιμάνι δεν ήταν μουντό,
οι επιβάτες των πλοίων περίμεναν για να ξεκινήσουν προς τον προορισμό τους
ενώ εμείς εκείνη τη νύχτα απλά διορίζαμε τα όνειρα μας, περιμένοντας το πότε θα ξεκινήσουν! η φωτιά μας ... γέμισε τις συνειδήσεις 

των δικών μας, των άλλων, εκείνων που διαμορφώθηκαν κοιτώντας την θάλασσα καθώς καιγόταν

- γιατί επιμένεις επαναλαμβάνοντας τα περασμένα, εσύ η ίδια δεν είπες πως δεν θες να θυμάσαι; 

- μην παρανοείς τα όσα λέω!

- δίκιο έχεις.

- ας τελειώσουμε τη συζήτηση μας εδώ, νομίζω πως έρχεται ο γιατρός.
Απορώ, γιατί δεν τον φώναξες τελικά;

τόσες μέρες συζητάμε κρατώντας το μυστικό της ανάρρωσης μου, έτσι για να αποκαλύψω στον εαυτό μου το πόσο καλά έμαθα να προσποιούμαι την κοιμισμένη

Άλλοι στη θέση σου θα το είχαν κάνει εξ αρχής. Σε παρακαλώ όμως μην αφήσεις να έρθουν, μην τους αφήσεις να με ρωτήσουν, δεν θέλω να επαναλάβω την ίδια ιστορία, ξανά.

Καλύτερα όχι! Ίσως, γράψω γι αυτήν
στο μέλλον, ίσως την δεις διαβασμένη, ίσως και όχι. Αλλά φτάνει για τώρα. 

- θα σωπάσω κι εγώ, σαν μέρος της ύπαρξης σου ... αυτή τη φορά 

- Περιμένω το εξιτήριο μου, το εισιτήριο μου για μια νέα ζωή 

- τα πεπραγμένα καταδεικνύουν, δηλαδή τα αποτελέσματα των εξετάσεων δείχνουν, ότι σύντομα θα το παρά λάβεις. Δεν περιμέναμε να αναρρώσεις τόσο σύντομα. Αποτελεί θαύμα το ότι είσαι αυτή τη στιγμή εν ζωή.
Παρ 
όλα αυτά κάλο θα ήταν να μείνεις λίγες μέρες ακόμη εδώ, διότι δεν γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση σου ακριβώς 

- εν τούτης, αυτό θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό γιατί πρέπει επιτελούς να συμβεί ο συγχρονισμός λεγόμενων και πεπραγμένων. 

- Θα ήθελαν να σου κάνουν κάποιες ερωτήσεις κάποιοι κύριοι που είναι έξω.
Να τους ζητήσω να περάσουν, μόλις, νιώσεις καλύτερα; 


- Όχι! δεν έχω λόγο να μιλήσω σε κανέναν από αυτούς
όταν χρειαζόταν να είναι εκεί δεν ήταν για να μας υπερασπιστούν, για να προστατέψουν.
Όλοι γνωρίζουν τι συνέβαινε καθημερινά εκεί, όλοι γνώριζαν, και αυτοί σαν συνένοχοι του δράστη,   απάνθρωπου όντος, που αφαίρεσε δυο ζωές και κατέστρεψε μια,
και αυτή ήταν η δική μου ζωή

δεν έκαναν καμιά ενέργεια για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα  
και τώρα μου ζητάνε να τους μιλήσω; όχι! Φτάνει πια αυτή η κοροϊδία.

Δεν έχω να δώσω καμιά αναφορά σε κανέναν για όσα συνέβησαν. Εξάλλου τα γνωρίζουν όλα ήδη.

- Σύμφωνα όμως με τα συνηθισμένα θα πρέπει κάτι να τους πεις 

- εδώ νομίζω πως πρέπει να θέσω το τέλος της συζήτησης μας, ήδη αναφέρθηκαν αρκετά. Δεν ζήτω το πριν. Μα το τώρα και το αύριο. Το παρελθόν μένει σαν κομμάτι των αναμνήσεων
που μόνο όταν ζητείται από τον ίδιο μου τον εαυτό θα επαναφέρεται. 
Η αδυναμία μου δεν θέλει να επαναφερθεί
ξέχασα


Έκλεισε ένα κεφάλαιο, απ ότι φαίνεται, για να ξεκινήσει νέο


λοιπόν, επιτελούς το εξιτήριο στα χέρια μου τέρμα ...
όλα τα πάθη του θανάτου και οι άσχημες αναμνήσεις. 
Επιτέλους, φως της ζωής, καθαρός νους, ελπίδα και πάλη, νίκη επιτυχία. 
Αγαπημένε μου καιρός να ζήσω ...
Να ξεκινήσω όσα επιθυμώ, τα όμορφα και πετυχημένα,
όλα εκείνα των παθών σημάδι, 
για να χαθώ στη δίνη προς το φως ή το σκοτάδιΕγώ σαν εγώ έρως του δικού μου εγώ, αλλά και του όχι μόνο ενός εμείς 

Πεπρωμένο ...

θυμίζουν, με τη μικρή ανάμνηση εκείνου του άσχημου τέλους μιας περιόδου,
την οδύνη μιας ανθρωπινής ζωής


Πόσο αδύναμα ή δυνατά μπορώ να σταθώ στα πόδια μου εγώ μια ακόμη Σείρια 


Κόρη, του γεννηθέντος φωτός, έταξα
της πηγής της ζωής του κόσμου, έγραψα
ενός φυσικού δημιουργηθέντος θεού,

δίπλα σε εκείνων που έπλασε πλάση 
λαμβάνοντας υπόψιν την οπτική γωνία που θέλησε τον κόσμο να πλάθεται αιώνια 
και όχι να έχει μια αιώνια ύπαρξη.

Που να σταθώ τώρα ... και σε αυτό το γραμμα σηματοδοτώ την αρχή 

μιας από αμέθυστο κρυστάλλινης σκληρής όμορφης ζωής
με τις χαραυγές των γεγονότων 

που όσοι θέλησαν να σταθούν ενάντια στην ύπαρξή μου
διαμόρφωσαν για να με ρίξουν.
Μα αφήνοντας όλες εκείνες τις δυσκολίες που θα έρθουν να τις νικήσει ο πόθος για ζωή, για μια πιο δίκαιη και καλύτερη κοινωνία

ποτέ όμως μόνο γι' αυτά, θα ταξιδεύω 


Εσωτερική αναφορά 


Και όσα σαν λόγια άφθαρτων στιγμών εκφράστηκαν μέσα στις σκηνές,
παραμύθια έγιναν
κάθε μορφασμού της καθημερινής πνοής, 

εκεί πέρα από την συνήθεια της ζωής της Σείριας
σε ένα νησί που ο ήλιος το 'χε αγκαλιά ζεσταίνοντας όλες τις κρύες καρδιές

εκεί στο πέρας ... σε ένα μοναδικά απλοϊκά χτισμένο σπιτάκι,
μέρος της αρχιτεκτονικής του νησιού αλλά και ξέχωρο από αυτό λουλούδι,
άνοιξε τη νύχτα πάλι η μητέρα, τη λάμπα πετρελαίου θυέλλης,
παραμύθια πριν κοιμηθούν στα παιδιά της για να πει
στο σπίτι εκείνο ζούσαν ναυτική θαλάσσια ζωή 

σε εκείνο που την ώρα που έδυε ο πατέρας και θεός για να έρθει η νύχτα μέχρι να ανατείλει πάλι
η μητέρα διηγιόταν τη θάλασσα από το παράθυρο κοιτώντας 


Τέλος Κεφαλαίου 

Τι κι αν η Σείρια φάνηκε πως βιάστηκε σωματικά,
στην πραγματικότητα ο βιασμός της ήταν κατά βάση ψυχοσυναισθηματικός.
ξεπερνιέται, λένε κι αυτό,
γιατί ο χρόνος βιώνοντας καταστάσεις καινούριες σε παρακινεί
βαθιά στη μνήμη σου να θάψεις το παρελθόν 


Σαν συνεχεία μιας προσπάθειας για επιθυμία και θέληση 
για πάθος, για ελευθερία, 
ξεκίνησε η διαδρομή διόρθωσης της ίδιας, μέσα από όσες εμπειρίες κυνήγησε
ή της προσφέρθηκαν να ζήσει

άλλες της χάρισαν την γνώση, άλλες της έδωσαν ευκαιρίες,
άλλες την έμαθαν να χαμογελάει και χαμογέλασαν μαζί της.

Κτίσματα περιπλανήσεων, αναζήτηση στεριάς
ή επιθυμία για ταξίδι σε μια αιώνια θάλασσα

Οι πιο όμορφοι καρποί, κάτι από την Σείρια έχουν,
οι πιο σκοτεινοί, κομμάτι δικό της είναι

ζωή τους έδωσε 
ο οικείος θεϊκός πατέρας, 
αποστάσεως θεός

κι εκείνη ζωγραφιά , το σύμπαν του στο κορμί της, θέλησε να κάνει


Αυτά, είχε ψιθυρίσει ο άνεμος ξαφνικά όταν πλησίασε

για να πλαγιάσει στο πλευρό της θάλασσας 


κοιτώντας τα άστρα ήθελε να περάσει τη νύχτα της 

τον ήχο ακούγοντας, καθώς αυτός αγκάλιαζε συνειδητά το κορμί της 


Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει ...
τώρα πια είχε ενηλικιωθεί, 
είχε τυπικά απελευθερωθεί 

Ποια θα ήταν η ζωή της; η διαδρομή της; ο σκοπός της;
ή μάλλον όχι, αυτή την απάντηση την είχε δώσει στον ίδιο της τον εαυτό, φεύγοντας
είχε κάνει τις κυρίαρχες επιλογές τις, αυτές την καθοδηγούσαν ...


Δεν φοβόταν